λέανσις

λέανσις
λέανσις, -εως, ἡ (Α)
βλ. λείανση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρέανσις — ἡ, Α πιθ. στίλβωση με οίνο, λέανσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί λέανσις (< λεαίνω / λειαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • λείανση — η (Α λείανσις και λέανσις) η ενέργεια τού λειαίνω, γυάλισμα νεοελλ. 1. (γεωμορφ. ωκεαν.) διεργασία μηχανικής διάβρωσης ενός πετρώματος, λόγω τριβής του από νερό που μεταφέρει κλαστικά υλικά 2. (μηχανολ.) μηχανουργική διεργασία με λειαντικό μέσο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”